- καταπίνεται
- καταπί̱νεται , καταπίνωgulppres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακατάπιοτος — η, ο [καταπίνω] 1. ο ακατάποτος* 2. αυτός που δεν καταπίνεται μτφ. ο απίστευτος … Dictionary of Greek
ακατάποτος — η, ο (Α ἀκατάποτος, ον) (νεοελλ. και ακατάπιοτος) [καταπίνω] αυτός που δεν καταπίνεται ή δεν μπορεί να τόν καταπιεί κανείς … Dictionary of Greek
δυσκατάποτος — η, ο (Α δυσκατάποτος, ον) αυτός που καταπίνεται δύσκολα … Dictionary of Greek
ευκατάποτος — εὐκατάποτος, ον (Α) αυτός που καταπίνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα ποτος (< κατα πίνω), πρβλ. α κατά ποτος, δυσ κατά ποτος] … Dictionary of Greek
ισθμιάζω — ἰσθμιάζω (Α) 1. παρακολουθώ τους Ισθμικούς αγώνες 2. πίνω, καταπίνω («ἰσθμιάζει καταπίνεται ἰσθμὸς γὰρ ὁ τράχηλος», Φώτ.) 3. (κατά το λεξικό Σούδα και τον Ησύχ.) «ἱσθμιάζειν, ἐπὶ τῶν κακῶς βιούντων ἐπίνοσος γὰρ ὁ τῶν Ἰσθμίων καιρός»… … Dictionary of Greek
φύσα — η / φῡσα, ΝΑ 1. φυσητήρας, φυσερό για τη φωτιά 2. τα αέρια τών εντέρων, η πορδή («φύσας τε καὶ κατάρρους νοσήμασιν ὀνόματα τίθεσθαι ἀναγκάζειν τοὺς κομψοὺς Ἀσκληπιάδας», Πλάτ.) νεοελλ. 1. φυσιολ. τα αέρια που παράγονται από τη δραστηριότητα τών… … Dictionary of Greek
καταπότι — το φαρμακευτικό σκεύασμα (δισκίο) που καταπίνεται με τη βοήθεια υγρού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)